πυρρωνιστής

πυρρωνιστής
ο, θηλ. πυρρωνίστρια, Ν
1. οπαδός τής θεωρίας τού πυρρωνισμού
2. (γενικά) σκεπτικιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhonist < Πύρρων + κατάλ. -ιστής*. Ο τ. πυρρωνιστής μαρτυρείται από το 1837 στον Α. Ποθητό, ενώ το θηλ. πυρρωνίστρια από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρρωνιαστής — ὁ, Α πυρρωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύρρων κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ ιαστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”